Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αλαζών
- απόδοση: που αρέσκεται να παρουσιάζει τον εαυτό του ως σπουδαίο & ιδιαίτερο χωρίς να το αξίζει / που προβαίνει σε πράξεις απατηλές δια λόγους εντυπώσεων
- συγγενές: υπερόπτης
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’