Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
δρομολόγηση
- απόδοση: η χρησιμοποίηση συγκοινωνιακού μέσου σε συγκεκριμένη διαδρομή / έναρξη διαδικασίας ή ενέργειας
- αντίθετο: αποδρομολόγηση
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
το αρμόδιο Υπουργείο αποφάσισε την δρομολόγηση του πλοίου λόγω καταλληλότητος