Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αποδρομολόγηση
- απόδοση: η απόσυρση από εκτελούμενη πορεία διαδρομή ή ενέργεια
- αντίθετο: δρομολόγηση
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
το αρμόδιο Υπουργείο αποφάσισε την αποδρομολόγηση του πλοίου λόγω παλαιότητος