Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διαφοροποιημένος
- απόδοση: ο παρουσιαζόμενος με διαφορετική μορφή / που εκδηλώνει νέες απόψεις ή ιδέες σε αντίθεση με αυτές που εκδήλωνε προηγουμένως
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’