Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πανούργος
- απόδοση: που επινοεί δόλια τεχνάσματα προκειμένου να επιτύχει του σκοπού του / ο δόλιος & πονηρός
- γένη: -ος -α -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’