Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
χειροπέδη
- απόδοση: που διευκολύνει τον δεσμό χεριού με το έτερο προκειμένου να δεσμευθεί κρατούμενος
- συγγενές: χειροπέδες
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’