Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αλεξιβρόχιον
- απόδοση: ομπρέλα που χρησιμεύει για την προστασία από τη βροχόπτωση
- συγγενές: αλεξίβροχον
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’