Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
όσμωση
- απόδοση: αμοιβαία μεταβίβαση υγρών δια μέσου πορώδους διαφράγματος που τα χωρίζει / εκροή ή ανάβλυση υγρού από τους πόρους σώματος / μετανάστευση λευκοκυττάρων
- συγγενές: διαπίδυση
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’