Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
χαράτσι
- απόδοση: κεφαλικός φόρος που κατέβαλαν οι χριστιανοί κατά την Τουρκοκρατία / εισφορά υπέρ του Δημοσίου θεωρούμενη από τους πολίτες ως άδικη
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ικανός αριθμός πολιτών αδυνατεί να καταβάλει το λ το επιβαλλόμενο μέσω της ΔΕΗ