Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
τυπικός
- απόδοση: ο συνηθισμένος / που ακολουθεί καθιερωμένους κανόνες ή που γίνεται σύμφωνα με αυτούς / που συμπεριφέρεται σύμφωνα με τους τύπους καλής συμπεριφοράς / που είναι συνεπής σε κανονισμούς & υποχρεώσεις / που αναφέρεται στα εξωτερικά χαρακτηριστικά & όχι επί της ουσίας / που αποτελεί το διακριτικό στοιχείο ομάδος ατόμων / που είναι αντιπροσωπευτικός τύπος ομάδος ατόμων / ο στερούμενος πρωτοτυπίας
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’