Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αντιδραστικός
- απόδοση: που αντιδρά σε ιδέες ή σε δυνάμεις που επιδιώκουν την πρόοδο / που αντιδρά σε ορισμένη ενέργεια ή κατάσταση
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
από τα φοιτητικά του υπήρξε αντιδραστικό στοιχείο