Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
στείρος
- απόδοση: που χαρακτηρίζεται από αδυναμία αναπαραγωγής / που δεν γεννά / που στερείται ιδεών / που εκφράζει αδυναμία εξεύρεσης λύσεων / που δεν οδηγεί σε κάποιο συμπέρασμα
- γένη: -ος -α -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’