Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κακοτοπιά
- απόδοση: δύσβατος τόπος έως επικίνδυνος / κατάσταση που απαιτεί μέγιστη προσοχή προς αποφυγή σφαλμάτων
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’