Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
λιποβαρής
- απόδοση: που του λείπει από το κανονικό βάρος / ο λειψός
- συγγενές: λιπόβαρος
- γένη: -ής -ής -ές
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
δεν εδέχθη ως ακέραιη την λιποβαρή χρυσή λίρα
το εγκυτιομένο αναψυκτικό ήταν εμφανώς λιποβαρές