Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ωμός
- απόδοση: ο σε σχεδόν φυσική κατάσταση προκειμένου για τρόφιμα / ο στερούμενος καλλιέργειας ηθικού ή συναισθηματικού περιεχομένου
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’