Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
υποτυπώδης
- απόδοση: ο ευρισκόμενος σε ατελή μορφή / που δεν έχει ολοκληρωθεί η εξέλιξη ή η διάπλαση / που βρίσκεται σε αρχικό στάδιο με ότι αυτό συνεπάγεται
- γένη: -ης -ης -ες
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’