Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
καθεστώς
- απόδοση: το σύστημα διακυβέρνησης κράτους ή οργανωμένης κοινωνίας / κατάσταση νομικά κατοχυρωμένη / καθιερωμένη κατάσταση
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αδίκως για το πολιτισμικό επίπεδο των πολιτών επιβλήθηκε απολυταρχικό λ
απαιτούν δια της βίας λ αυτονομίας
δια λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης απαιτείται λ ισονομίας
η αργομισθία σε δημόσιους οργανισμούς αποτελεί λ
η παρούσα κυβέρνηση επέβαλε λ ισοτέλειας στους εν Ελλάδι μετανάστες
ισχύον λ εν Ελλάδι η Προεδρευόμενη & ουχί η Προεδρική Δημοκρατία
κατ’ ουσίαν εφαρμόσθηκε ολοκληρωτικό λ
πρότεινε αλλαγή στο ιδιοκτησιακό λ
το κράτος προσφέρει σε ειδικές περιπτώσεις λ αφορολόγητο
το ναυτικό επάγγελμα διέπεται από λ ατέλειας
το περιβάλλον του επιθυμεί λ απόλυτης μοναρχίας
τους επεβλήθη λ υποτέλειας
υπέστη ως χώρα επί δεκαετίες λ προτεκτοράτου