Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
επιφυλακή
- απόδοση: παραμονή σε κατάσταση ετοιμότητος προς αντιμετώπιση δυσκολιών ή έκτακτων περιστατικών / κατάσταση εγρήγορσης για αντιμετώπιση καταστάσεων
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’