Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κατασταλτικός
- απόδοση: του οποίου η εφαρμογή ή η χρήση αποσκοπεί στην καταστολή ενεργειών ή καταστάσεων
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’