Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διαλλακτικός
- απόδοση: που δια των υποχωρήσεων & των συμβιβασμών αποφεύγει τις διαφωνίες & τις συγκρούσεις
- αντίθετο: αδιάλλακτος
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’