Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
μεταρρύθμιση - 1
- απόδοση: η αλλαγή προς το καλύτερο δια της εφαρμογής διαφορετικών συστημάτων ή μεθόδων
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’