Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κυματοθραύστης
- απόδοση: λιμενικό έργο που προστατεύει το λιμάνι από την ορμή των κυμάτων / που με αποτελεσματικό τρόπο προβάλλει αντίσταση σε κύματα διαδοχικών επιθέσεων
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’