Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κοινωφελής
- απόδοση: ο ωφέλιμος για ένα κοινωνικό σύνολο / που εξυπηρετεί κοινωνικές ανάγκες
- γένη: -ής -ής -ές
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’