Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
σπασμωδικός
- απόδοση: ο συνοδευόμενος από σπασμό / προκειμένου για ενέργεια που εκδηλώνεται απότομα χωρίς προετοιμασία ή μεθόδευση / που συμβαίνει βιαστικά
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’