Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κυβερνήτης
- απόδοση: ο επικεφαλής πληρώματος πλοίου ή αεροπλάνου / τίτλος αρχηγού ομόσπονδου κράτους ή αποικίας
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ο Ιωάννης Καποδίστριας υπήρξε ο πρώτος λ της Ελλάδος
προσφάτως ανέλαβε καθήκοντα κυβερνήτη αεροσκάφους
υπήρξε λ υποβρυχίων εκ των καλυτέρων