Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κυβερνητικός
- απόδοση: που έχει σχέση με την κυβέρνηση
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναμένονται αγωνιωδώς τα κυβερνητικά μέτρα
αναφέρθηκε στον φιλοκυβερνητικό τύπο
απαιτούνται για την επίλυση του προβλήματος κυβερνητικές αποφάσεις
απειλήθηκε από στασιαστές το κυβερνητικό μέγαρο
ειπώθηκε από κυβερνητική πηγή
ο Πρωθυπουργός αδυνατεί να παρουσιάσει το κυβερνητικό έργο