Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κακοποίηση
- απόδοση: άσκηση σωματικής βίας που επιφέρει κακώσεις / εσκεμμένη παραποίηση των πραγμάτων ή καταστάσεων
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’