Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
μικρονοϊκός
- απόδοση: ο χαρακτηριζόμενος από περιορισμένη διανοητική ικανότητα ή στενότητα αντιλήψεως
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’