Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
λεπτοφυής
- απόδοση: ο έχων λεπτή σωματική διάπλαση
- γένη: -ής -ής -ές
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αν & εύσωμος πανδρεύτηκε λεπτοφυή γυνή
παρά το λεπτοφυές σώμα επιδίδεται σε άοκνη δραστηριότητα ολημερίς
φέρει λεπτοφυή χαρακτηριστικά