Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ενδιάμεσος
- απόδοση: ο ευρισκόμενος σε θέση μεταξύ αρχής & τέλους / που μεσολαβεί / που έχει μεσολαβητικό ρόλο
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’