Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εναλλασσόμενος
- απόδοση: που στοιχεία ή μέρη του εναλλάσσονται μεταξύ τους / που αντικαθίσταται από άλλον
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’