Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
δριμύς
- απόδοση: ο πολύ έντονος & διαπεραστικός / που ερεθίζει τη γεύση ή την όσφρηση / προκειμένου για λόγο ιδιαίτερα καυστικό
- γένη: -ής -εία -ύ
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
στη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου άσκησε δριμύτατη κριτική στον διευθυντή προσωπικού