Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
οπισθοφυλακή
- απόδοση: στρατιωτικό απόσπασμα που ακολουθεί το κυρίως στράτευμα κατά την πορεία του με προορισμό την αντιμετώπιση εχθρικών ενεργειών
- αντίθετο: εμπροσθοφυλακή
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’