Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
δουλοπρεπής
- απόδοση: ο προσφέρων κολακείες & δουλικές εξυπηρετήσεις σε άτομα τα οποία θεωρεί ανώτερα από αυτόν / που φέρεται μειωτικά για την αξιοπρέπειά του
- γένη: -ής -ής -ές
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’