Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διασπορά
- απόδοση: η μετακίνηση μελών συνόλου σε διάφορα σημεία προκειμένου να μην συνυπάρχουν / η διάδοση
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’