Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
απερίσπαστος
- απόδοση: που η προσοχή του δεν διασπάται από ερεθίσματα ξένα με το κυρίως αντικείμενο που τον απασχολεί
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’