Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ομόνοια
- απόδοση: ομοφροσύνη / σύμπνοια / ταύτιση αντιλήψεων απόψεων ή συναισθημάτων μεταξύ μελών ανθρώπινης ομάδος με αποτέλεσμα την ομαλή συμβίωση αυτών
- αντίθετο: διχόνοια
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’