Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διχόνοια
- απόδοση: διαφωνία εχθρότητα σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ μελών ανθρώπινης ομάδος με αποτέλεσμα την μη ομαλή συμβίωση αυτών
- αντίθετο: ομόνοια
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’