Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ορθοδοξία
- απόδοση: σύνολο απόψεων ή ιδεών που θεωρούνται ορθές & είναι αποδεκτές / η ορθή θρησκευτική πίστη / η Ανατολική Χριστιανική Εκκλησία η σε αντιδιαστολή με τον Καθολικισμό
- αντίθετο: ανορθοδοξία
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’