Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εμπλοκή
- απόδοση: η σύνδεση στοιχείων μηχανισμού με γρανάζια τα εισχωρούντα το ένα εντός του άλλου / διακοπή της λειτουργίας μηχανισμού εξ αιτίας ατελούς συγχρονισμού των κινητών εξαρτημάτων του / ανάμειξη ή ενεργός συμμετοχή σε δισεπίλυτη κατάσταση / γεγονός που δυσχεραίνει την εξέλιξη υποθέσεως
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
οι δηλώσεις του Υπουργού Εξωτερικών θεωρήθηκαν ολοφάνερη λ της χώρας στο Μεσανατολικό
το συμβάν προκάλεσε διπλωματική λ