Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
απόξεση
- απόδοση: η αφαίρεση από επιφάνεια κάποιου υλικού με ξύσιμο / αφαίρεση άρρωστων τμημάτων από την επιφάνεια οργάνων του σώματος με χειρουργική επέμβαση
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’