Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ομοψυχία
- απόδοση: ταύτιση της ψυχικής καταστάσεως που χαρακτηρίζει δύο ή περισσότερα άτομα
- συγγενές: ομοθυμία
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’