Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
προκατειλημμένος
- απόδοση: που έχει εκ των προτέρων σχηματίσει αρνητική γνώμη ή διάθεση για κάτι
- αντίθετο: απροκατάληπτος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’