Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
μεταγενέστερος
- απόδοση: που υπήρξε ή συνέβη ύστερα από κάτι άλλο / ο κατοπινός
- αντίθετο: προγενέστερος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’