Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ομφαλοσκόπος
- απόδοση: που ομφαλοσκοπεί / που επικεντρώνει το ενδιαφέρον του γύρω από το άτομό του εκδηλώνοντας αδιαφορία για το κοινωνικό περιβάλλον
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’