Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
μηδενικός
- απόδοση: που αντιστοιχεί στο μηδέν / προκειμένου για πλήρη έλλειψη ή ανυπαρξία / ο μηδαμινός / ο μη αξιόλογος
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’