Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κατάφωρος
- απόδοση: αξιόποινη ή κατακριτέα πράξη που είναι ολοφάνερη & δεν επιδέχεται αμφιβολία
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’