Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
λείψανο
- απόδοση: ό,τι έχει απομείνει από κάτι που υπήρχε κάποτε / το υπόλειμμα / το σώμα νεκρού / το σώμα ή τα οστά αγίου / υπερβολικά αδύνατο πλάσμα
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
εντόπισε λείψανα αρχαίου οικισμού
μας δόθηκε η δυνατότητα να προσκυνήσουμε άγια λείψανα τα ευρισκόμενα σε περίτεχνη λειψανοθήκη
προέβη σε ανακομιδή λειψάνων του πατέρα του
το γήρας τον κατέβαλλε & παρουσιάζει εικόνα λειψάνου