Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
μεροληπτικός
- απόδοση: που όταν κρίνει ή αποφασίζει επηρεάζεται από υποκειμενικά κριτήρια
- αντίθετο: αμερόληπτος
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’