Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
τραγελαφικός
- απόδοση: που δεν έχει λογική εξήγηση ή συνέπεια
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
βρεθήκαμε προ μίας τραγελαφικής καταστάσεως